- τιθασεύσῃ
- τιθασεύσηι , τιθάσευσιςfem dat sg (epic)τιθασεύωtameaor subj mid 2nd sgτιθασεύωtameaor subj act 3rd sgτιθασεύωtamefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθάσευση — η / τιθάσευσις, εύσεως, ΝΑ [τιθασεύω] εξημέρωση … Dictionary of Greek
δάμασμα — το (Μ δάμασμα) [δαμάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη … Dictionary of Greek
δμήσις — δμῆσις, η (Α) [δάμνημι] δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις») … Dictionary of Greek
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek
τιθασεία — ἡ, Α [τιθασεύω] τιθάσευση, εξημέρωση … Dictionary of Greek
χαβιά — η, και χαβί, το, Ν 1. βρόχος που μπαίνει στην κάτω σιαγόνα αλόγου ή άλλου υποζυγίου ως χαλινός ή για τιθάσευση τού ζώου 2. η στομίδα, το μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού που εισάγεται στο στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάβος «χαλινάρι, φίμωτρο» + κατάλ. –ιά… … Dictionary of Greek
δάμασμα — το η τιθάσευση, η εξημέρωση: Το δάμασμα των στοιχείων της φύσης υπήρξε πάντα μια από τις επιδιώξεις του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημέρευση, η — και (η)μέρεμα, το ατος 1. τιθάσευση, εξημέρωση. 2. εξευγενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)